-
1 ήξεις-αφήξεις
επίρρ. и так и сяк, уклончиво, неопределённо;όλο ήξεις-αφήξεις μ — йς τα λες — ты всегда с нами говоришь уклончиво;
δίνω μιά υπόσχεση ήξεις-αφήξεις — давать неопределённые обещания
См. также в других словарях:
προσομολογώ — έω, Α 1. ομολογώ, παραδέχομαι κάτι ακόμη 2. αναγνωρίζω επίσης ότι... («προσωμολόγουν ἀληθῆ εἶναι πάντα», Δημοσθ.) 3. αναγνωρίζω επιπρόσθετη οφειλή («τούτῳ προσομολογήσαι τριακοσίας δραχμάς», Ισοκρ.) 4. συμφωνώ επίσης («οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἂν… … Dictionary of Greek
χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… … Dictionary of Greek
γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου … Dictionary of Greek
τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… … Dictionary of Greek
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek